παραλλακτικός

παραλλακτικός
παραλλ-ακτικός, ή, όν,
A for determining parallax,

ὄργανον Ptol.Alm.5.12

, Procl.Hyp.4.49.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλλακτικός — for determining parallax masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικός — ή, ό / παραλλακτικός, ή, όν, ΝΑ [παραλλάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλλαξη ή αυτός που αρμόζει στην παράλλαξη νεοελλ. φρ. α) «παραλλακτικό βάθρο» ειδικός τρόπος στήριξης διόπτρας ή τηλεσκοπίου για αστρονομικές παρατηρήσεις για να… …   Dictionary of Greek

  • παραλλακτικῶν — παραλλακτικός for determining parallax fem gen pl παραλλακτικός for determining parallax masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικόν — παραλλακτικός for determining parallax masc acc sg παραλλακτικός for determining parallax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικοῦ — παραλλακτικός for determining parallax masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικήν — παραλλακτικός for determining parallax fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικῷ — παραλλακτικός for determining parallax masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλακτικότητα — η βιολ. η ιδιότητα ορισμένων ατόμων από ένα δείγμα πληθυσμού που διαφέρουν μεταξύ τους κατά ευδιάκριτο τρόπο, ποικιλομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλλακτικός, απόδοση στην Ελληνική τού αγγλ. variability, γαλλ. variabilite …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”